κνισωτός

Revision as of 03:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ή, όν,

   A steaming, of a burnt sacrifice, A.Ch. 485.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσωτός: -ή, -όν, (κνισόω) ἀναδίδων κνῖσαν, ἐπὶ καιομένου θύματος, Αἰσχύλ. Χο. 485.

French (Bailly abrégé)

mieux que κνισσωτός;
ή, όν :
rempli d’une odeur de viande qui rôtit.
Étymologie: adj. verb. de κνισόω.

Greek Monolingual

κνισωτός, -ή, -όν (Α) κνίσα
αυτός που αναδίδει κνίσα.

Greek Monotonic

κνῑσωτός: -ή, -όν (κνισόω), ατμώδης, αυτός που αναδίδει τσίκνα, λέγεται για θυσία, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνισωτός -ή -όν [κνισόω] met de geur van gebraden vlees.

Middle Liddell

κνῑσωτός, ή, όν κνισόω
steaming, of a sacrifice, Aesch.