κουστωδία

Revision as of 03:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ, = Lat.

   A custodia, Ev.Matt.27.65.

Greek (Liddell-Scott)

κουστωδία: ἡ, τὸ Λατ. custodia, = φυλακή, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 65.

English (Strong)

of Latin origin; "custody", i.e. a Roman sentry: watch.

English (Thayer)

κουστωδίας (Buttmann, 17 (16)), ἡ (a Latin word), guard: used of the Roman soldiers guarding the sepulchre of Christ, Matthew 28:11. (Ev. Nic c. 13.)

Greek Monolingual

η (AM κουστωδία)
στρατιωτική φρουρά
νεοελλ.
αστυνομική συνοδεία
μσν.
1. φρούρηση
2. φροντίδα, φύλαξη
αρχ.
επαγρύπνηση, ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. custodia < λατ. custos «φύλακας, φρουρός»].

Greek Monotonic

κουστωδία: ἡ, το Λατ. custodia, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κουστωδία: ἡ (лат. custodia) стража NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουστωδία -ας, ἡ [Lat. custodia] wacht, bewaking. NT.

Middle Liddell

κουστωδία, ἡ,
the Lat. custodia, NTest.