λήρημα

Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A silly talk, nonsense, Pl.Grg.486c (pl.), Phld.Mus.p.72 K. (pl.), Gal.8.651 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

λήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, Πλάτ. Γοργ. 486C, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sottise, radotage.
Étymologie: ληρέω.

Greek Monolingual

το (Α λήρημα) ληρώ
ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

λήρημα: -ατος, τό, ανόητη ομιλία, φλυαρία, ανοησία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λήρημα: ατος τό (только pl.) пустая болтовня, вздор Plat.

Middle Liddell

λήρημα, ατος, τό, [from ληρέω
silly talk, nonsense, Plat.