ὑποκόρισμα

Revision as of 17:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a coaxing or endearing name, as Dem. said that his nickname Βάταλος was a ὑ. τίτθης, Aeschin.1.126.    2 a fair name for something base, as παράσιτος for πολυφάγος, Alex. 178.2, cf. 219.5; σεισάχθεια for χρεῶν ἀποκοπή, Plu. 2.807e; so φυγῆς ὑ. καὶ παρακάλυμμα Id.Galb.20.    3 diminutive, Eust.1540.54.

German (Pape)

[Seite 1221] ατος, τό, Schmeichelwort, Liebkosungswort, wie man sie im Tändeln mit Kindern braucht, wie nach Aesch. 1, 126 Demosthenes von seinem Spottnamen Βάταλος sagte ὅτι ταύτην ἐξ ὑποκορίσματος τίτθης τὴν ἐπωνυμίαν ἔχω; bes. ein schmeichelnder, mildernder Ausdruck, mit dem man eine schlechte, schändliche Sache beschönigend darstellt od. zu bemänteln sucht, ὑποκόρισμα τῇ ἁμαρτίᾳ προβαλλόμενος, dem Laster einen schönen Namen vorhängend; so καλοῦσι δ' αὐτὸν πάντες οἱ νεώτεροι παράσιτον, ὑποκόρισμα, Alexis bei Ath. X, 421 d; vgl. denselben XI, 403 d; Alciphr. 3, 33 u. a. Sp.; καὶ παρακάλυμμα Plut. Galb. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκόρισμα: τό, ὄνομα θωπευτικόν, «χαϊδευτικόν», ὡς ὁ Δημοσθ. ἔλεγεν ὅτι ἡ ἐπίννησις Βάταλος ἦτο ὑπ. τίτθης, Αἰσχίν. 17 ἐν τέλει. 2) καλὸν ὄνομα πράγματος κακοῦ, παράσιτος ἀντὶ πολυφάγος, Ἄλεξ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 2, πρβλ. «Ταραντ.» 3. 5· σεισάχθεια ἀντὶ χρεῶν ἀποκοπή, Πλούτ. 2. 807D· οὕτω, φυγῆς ὑπ. καὶ παρακάλυμμα ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 20. 3) ὑποκοριστικὸς τύπος, Εὐστ. 1540. 54. 4) μίμησις, ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 98. 9, 259 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 petit nom caressant, terme de tendresse;
2 terme propre à atténuer une ch. blâmable, expression adoucie.
Étymologie: ὑποκορίζω.

Greek Monolingual

το / ὑποκόρισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
όνομα που δηλώνει υποκορισμό, χαϊδευτική, θωπευτική ονομασία προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.-μσν.
υποκοριστικός τύπος
μσν.
1. (με κακή σημ.) μίμησηὑπόκρισις... τὸ ἀγενὲς τῆς ἀρετῆς ὑποκόρισμα», Ευστ.)
2. ομοιότητα σε μικρό ή ανεπαρκή βαθμό
μσν.-αρχ.
κολακευτική ονομασία για κάτι το κακό, το ευτελές («τοῡτο ἦν ὑποκόρισμα χρεῶν ἀποκοπῆς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑποκόρισμα: -ατος, τό, χαϊδευτικό ή στοργικό, γλυκό όνομα, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκόρισμα: ατος τό
1) уменьшительно-ласкательное имя Aeschin.;
2) смягченное выражение, эвфемизм: φυγῆς ὑ. καὶ παρακάλυμμα Plut. приятное слово, маскирующее изгнание, т. е. почетная ссылка.

Middle Liddell

ὑποκόρισμα, ατος, τό, [from ὑποκορίζομαι
a coaxing or endearing name, Aeschin.