ευεργέτης

Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. ευεργέτις και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ εὐεργέτης, θηλ. εὐεργέτις και εὐεργέτισσα)
αυτός που προσφέρει ευεργεσία, αγαθή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον
νεοελλ.
1. τίτλος που απονέμεται από κάποιο ίδρυμα σε άτομα για την προσφορά μεγάλου χρηματικού ποσού
2. φρ. «εθνικός ευεργέτης» — αυτός που ευεργέτησε το έθνος με δωρεές και κληροδοτήματα
αρχ.
1. τιμητικός τίτλος σε ανθρώπους που ευεργέτησαν την πόληεὐεργέτης βασιλέος ἀνεγράφη», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. αγαθοεργός, ευεργετικόςεὐεργέτης ἀνήρ», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευεργός (< ευ + έργον) κατά τα οίκος > οικέτης].