επιχρίω
Greek Monolingual
(AM ἐπιχρίω)
1. απλώνω ρευστή ή μαλακή ουσία και καλύπτω μια επιφάνεια (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῡ», ΚΔ
β. «τόξον ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ»)
2. καλύπτω τοίχο, στέγη κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή άλλο υλικό, σοβαντίζω
αρχ.
επαλείφω με μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρίω «αλείφω»].