ήλεκτρο
Greek Monolingual
το (AM ἤλεκτρον, Α, και ἤλεκτρος, ὁ και ἡ)
1. διαφανές άμορφο ορυκτό με κίτρινο, πορτοκαλί ή ερυθροκάστανο χρώμα, που είναι απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων δένδρων παλαιότερων γεωλογικών εποχών και έχει την ιδιότητα να ηλεκτρίζεται αρνητικά με την τριβή και να έλκει ελαφρά σωματίδια, κν. κεχριμπάρι, άμπρα («μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο» — που ήταν συναρμολογημένος με κεχριμπάρι, Ομ. Οδ.)
2. «μέλαν ἤλεκτρον» — ο γαγάτης λίθος, ποικιλία μαύρου λιγνίτη, που χρησιμοποιείται και στην κοσμηματοποιία
νεοελλ.
1. (τεχν.) ελαφρό κράμα του μαγνησίου με αλουμίνιο και ψευδάργυρο, που χρησιμοποιείται στην αεροναυπηγική
2. (ορυκτ.) αυτοφυές ορυκτό κράμα χρυσού και αργύρου
μσν.-αρχ.
φυσικό ή τεχνητό μεταλλικό μίγμα χρυσού και αργύρου (α. «μέταλλον χρυσίζον», Ησύχ.
β. «ἤλεκτρον
ἀλλότυπον χρυσίον μεμιγμένον ὑέλῳ και λιθίᾳ», Φώτ.)
αρχ.
(για τα επιτόνια της λύρας) τα κλειδιά που τεντώνουν, κουρδίζουν τις χορδές («ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων καὶ τοῦ τόνου οὐκέτ' ἐόντος» — ενώ πέφτουν τα κλειδιά της λύρας και δεν υπάρχει πλέον τόνος, είναι πια ξεκούρδιστη, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλέκτωρ. Από την αρχ. ελλ. λ. ήλεκτρον (και κατά το γνωστό φαινόμενο της παραγωγής στατικού ηλεκτρισμού διά της τριβής υφάσματος επί ηλέκτρου) οι νεολατινικές γλώσσες παρήγαγαν τις λέξεις που δηλώνουν τον ηλεκτρισμό και τα ηλεκτρικά φαινόμενα οι οποίες εν συνεχεία εισήχθησαν στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειες].