κηδεμόνας

Revision as of 12:35, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

ο, η (Α κηδεμών, -όνος, ό)
αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῦδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.)
αρχ.
(γενικά)
1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο προστάτης (α. «χθὲς οὖν ὁ Κλέων ὁ κηδεμών ἡμῑν ἐφεῑτ' ἐν ᾧρα», Αριστοφ. β. «τᾱσθε φυγᾱς Ἀερίας ἀπὸ γᾱς εἴ τις ἐστὶ κηδεμών», Αισχύλ.)
2. αυτός που επιμελείται την κηδεία τών νεκρών («κηδεμόνες δὲ παρ' αὖθι μένον καί νήεον ὕλην», Ομ. Ιλ.)
3. συγγενής εξ αγχιστείας ή εξ επιγαμίας, κηδεστής («ὦ κακόνυμφε κηδεμών τυράννων», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηδε-μών < θ. κηδε- (του κήδ-ομαι, πρβλ. παρακμ. κέ-κηδ-α) + επίθημα -μών (πρβλ. αγρε-μών, ηγε-μών)].