μετανάστασις

Revision as of 21:05, 20 August 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A migration, in pl., Hp.Aër.20, Th.1.2, 2.16, X.Mem.3.5.12, Str.3.4.19: sg., of the soul, Ph.1.91: metaph., μεταναστάσεις τῆς γνώμης Procop.Arc.22.

German (Pape)

[Seite 150] ἡ, Umzug von einem Orte zum andern, bes. erzwungene Umsiedelung, Thuc. 1, 2, οὐ ῥᾳδίως τὰς μεταναστάσεις ἐποιοῦντο, 2, 16; Xen. Mem. 3, 5, 12; Pol. 34, 1, 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετανάστᾰσις: ἡ, μετοίκησις, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Θουκ. 1. 2., 2. 16, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
émigration.
Étymologie: μετανίστημι.

Greek Monolingual

μετανάστασις, ἡ (Α) ματανίστημι
1. μετοίκηση από έναν τόπο σε άλλο («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», Ξεν.)
2. μτφ. μεταβολή, αλλαγή («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.)
3. μτφ. κατάλυση, εξαφάνιση, ανατροπή, συντριβή («ἀπείκασεν... σεισμῷ τὴν μετανάστασιν καὶ κατάλυσιν [τῆς εἰδωλολατρίας]», Ιππόλ.).

Greek Monotonic

μετανάστᾰσις: ἡ, μετανάστευση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετανάστᾰσις: εως ἡ переселение, выселение Thuc., Xen., Polyb., Plut.

Middle Liddell

μετ-ανάστᾰσις, ιος, ἡ,
migration, Thuc.