κασία

Revision as of 08:09, 13 September 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[snull ]" to "ṣ")

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A cassia, Cinnamomum iners, Sapph.Supp.20c.2, Hdt.2.86, 3.110, Thphr.HP9.4.2, Od.30, OGI214.59 (Branchidae, iii B.C.), etc.; λίβανον εὐώδεις τε φοίνικας κασίαν τε... τέρενα Συρίας σπέρματα Melanipp.1, cf. Mnesim.4.58. (Cf. Hebr. qēṣìāh, Assyr. kasia: sts. written κασσία, as in Dsc.1.13, Str.16.4.25, cf. κασσίζω.)

German (Pape)

[Seite 1333] ἡ, = κασσία, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσία: Ἰων.-ίη, ἡ, ἄρωμά τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ κινναμώμου ἀλλὰ κατωτέρας ποιότητος κομιζόμενον ἐκ τῆς Ἀραβίας, Ἡρόδ. 2. 86., 3. 110· λίβανον εὐώδεις τε φοίνικας κασίαν τε…, τέρενα Συρίας σπέρματα Μελανιππίδ. Ἀποσπ. 1, πρβλ. Μνησίμ. ἐν «Ἱπποστρόφῳ» 1. 58· κασία μετὰ κινναμώμου, λιβανωτοῦ καὶ μύρρας εἶναι μεταξὺ τῶν δώρων τῶν φερομένων εἰς τὸ ἐν Βραγχίδαις μαντεῖον τοῦ Διδυμέως Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 59, πρβλ. κασιοβόρος, ξυλοκασία, συριγγίς. (Σημιτικὴ λέξις ἴδε κιννάμωμον). Ἐνίοτε φέρεται διὰ δύο σ, κασσία, πρβλ. κασσίζω· ἀλλὰ casia παρὰ Λατ. ποιηταῖς καὶ τὸ κασιόπνους παρὰ τῷ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 14 ἀπαιτοῦσιν ᾰ, ἄρα γραπτέον διὰ τοῦ ἁπλοῦ σ.

French (Bailly abrégé)

mieux que κασσία, ας (ἡ) :
laurier-casse ou faux cannelier, arbre ; fausse cannelle ou casse, écorce de cet arbre.
Étymologie: DELG emprunt sémit.

Spanish

casia

Greek Monolingual

και κασσία και κά(σ)σια, η (AM κασία, Α και κασσία και ιων. τ. κασίη)
νεοελλ.
γένος φυτών, πολλά από τα οποία είναι φαρμακευτικά ή κοσμητικά
μσν.-αρχ.
το φυτό κινάμωμο, που ο φλοιός και οι καρποί του είναι αρωματικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως που συνδέεται με εβρ. qesīāh, ασσυρ. kasia].

Greek Monotonic

κᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ, αραβικό μπαχαρικό όπως το κίμινο άλλα κατώτερης ποιότητας, σε Ηρόδ. (ξεν. λέξη).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κασία -ας, ἡ, Ion. κασίη kassie (soort kaneel).

Russian (Dvoretsky)

κᾰσία: v. l. κασσία, ион. κασίη ἡ бот. кассия (ароматичное и целебное растение) Her., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: cassia, Cinnamomum iners, kind of cinnamon (Sapph., Melanipp., Hdt., Thphr.).
Other forms: Ion. -ίη (rarely -σσ-)
Derivatives: κασσίζω smell or taste κ. (Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] orient.
Etymology: Oriental loan, cf. Hebr. qeṣīāh, Assyr. kasîa; orig. Austro-Asiatic? Kretschmer Glotta 27. 250 (after Gonda); E. Masson, Emprunts sémit. 48f., Welles, Royal Correspondences 342.

Middle Liddell

κᾰσία, ἡ,
cassia, an Arabian spice like cinnamon, but of inferior quality, Hdt. [A foreign word.]