придирчивый
Russian > Greek
ἀκανθώδης, φιλόψογος, φιλομεμφής, φίλερις, φιλαίτιος, κατηγορικός, ἐνστατικός, δριμύς, μικρολόγος, σμικρολόγος, ἀκανθολόγος, ἐπιτίμαιος, ἐπιτιμητικός, ἐπιπληκτικός, ψογερός
ἀκανθώδης, φιλόψογος, φιλομεμφής, φίλερις, φιλαίτιος, κατηγορικός, ἐνστατικός, δριμύς, μικρολόγος, σμικρολόγος, ἀκανθολόγος, ἐπιτίμαιος, ἐπιτιμητικός, ἐπιπληκτικός, ψογερός