ἐνστατικός

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνστᾰτικός Medium diacritics: ἐνστατικός Low diacritics: ενστατικός Capitals: ΕΝΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: enstatikós Transliteration B: enstatikos Transliteration C: enstatikos Beta Code: e)nstatiko/s

English (LSJ)

ἐνστατική, ἐνστατικόν,
A setting oneself in the way, stubborn, savage, of beasts, Arist.HA488b13.
II opposing, checking, Plu.2.975a; ἐνστατικὸν ταύτης τῆς ὁδοῦ hindering from this course, M.Ant.5.20. Adv. ἐνστατικῶς, Glossaria on διασταδόν, Sch.Opp.H.1.502.
III able to find objections, Arist.Top.164b3, Cael.294b11; controversial, ἐνέργεια Procl.in Prm.p.502S.; addicted to controversy, Id.in Alc.p.23C.; οἱ ἐνστατικοί Grammarians who started difficulties in Homer, opp. λυτικοί or ἐπιλυτικοί, Eust.1166 fin.: ἐνστατικόν, τό, objection, obstacle, Hermog.Inv.3.6. Adv. ἐνστατικῶς = with opposition, with a polemical spirit, obstinately ibid.

Spanish (DGE)

ἐνστατική, ἐνστατικόν
I 1terco, obstinado, que ofrece resistencia de anim. y pers., Arist.HA 488b13, Cyr.Al.M.70.972B, Dam.Hist.Phil.32A
de abstr. de resistencia, resistente δύναμις ... ἐ. ... καὶ καρτερικὴ τῶν μελλόντων ... κινδύνων Eus.M.22.1013B
subst. τὸ ἐνστατικόν = obstáculo τὸ τῆς ὁδοῦ ... ἐ. M.Ant.5.20.
2 adverso, contrario (ὀρνίθων) σχήματα op. φοράfavorable’, Plu.2.975a.
II lóg., ret. y rel. c. el lenguaje
1 de pers. capaz de encontrar objeciones Arist.Top.164b3, cf. Cael.294b11
subst. οἱ ἐνστατικοί = los polemistas ref. gramáticos que discutían sobre dificultades del texto homérico, Eust.1166.56.
2 de abstr. que produce controversia τὴν ἐνστατικὴν ἐνέργειαν οὑτωσὶ καλῶν Procl.in Prm.p.658, ἐπίρρημα Simp.in Ph.1340.32
amigo de la controversia τὸ τοιοῦτον ἐνστατικόν ἐστι καὶ φιλόνεικον Procl.in Alc.23
subst. τὸ ἐνστατικόν = objeción Hermog.Inu.3.6 (p.138).
III adv. ἐνστατικῶς
1 con resistencia, con obstinación οὐδὲ τὸ πῦρ ἐστι φοβερὸν τοῖς ἐνστατικῶς ... διακειμένοις Gr.Nyss.Mart.2.161.11, cf. Const.Ep. en Eus.HE 10.5.21, Eust.953.60, comp. ἐνστατικωτέρως ἔχει πρὸς τὸ ἴδιον θέλημα Ephr.Syr.1.261C.
2 oponiéndose, en competencia glos. a διασταδόν Sch.Opp.H.1.502.
3 ret. mediante objeción, presentando objeciones Hermog.Inu.3.6 (p.137), Sopat.Rh.Tract.163.28.

German (Pape)

[Seite 852] ἐνστατική, ἐνστατικόν, 1) sich entgegenstellend, sich zur Wehre setzend, wie Arist. H. A. 1, 1 die Tiere eintheilt in πρᾷα καὶ δύσθυμα καὶ οὐκ ἐνστατικά u. θυμώδη καὶ ἐνστατικά; a. Sp. – 2) hindernd, abhaltend, τῆς ὁδοῦ, vom Wege, M. Anton. 5, 20; Schwierigkeiten, Einwürfe, Instanzen machend, Arist. u. Rhett.; dah. von Grammatikern, die gegen homerische Stellen Schwierigkeiten erhoben, Gegensatz λυτικοί od. ἐπιλυτικοί; vgl. Wolf Proleg. CXLV u. Lehrs Aristarch. p. 205. – Adv. ἐνστατικῶς, Rhett.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se dresse contre, qui fait obstacle : τῆς ὁδοῦ M.ANT qui barre le chemin.
Étymologie: ἐνστάτης.

Russian (Dvoretsky)

ἐνστᾰτικός:
1 оказывающий сопротивление (ζῷα πρᾶα καὶ οὐκ ἐνστατικά Arst.);
2 встречный, препятствующий (πνεύματα Plut.);
3 выдвигающий частые возражения, придирчивый (ὁ διαλεκτικός Arst.): ἐ. διὰ τῶν ἐνστάσεων Arst. неистощимый в возражениях.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστᾰτικός: -η, -ον, Λατ. qui instat, ὁ ἐνιστάμενος, θυμώδης, ἄγριος, ἐπὶ ζῴων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πρᾶος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32. ΙΙ. ἐναντιούμενος, ἐμποδίζων, Πλούτ. 2. 975Α· ἐνστ. τῆς ὁδοῦ Μ. Ἀντων. 5. 20. ΙΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εὑρίσκειν ἐνστάσεις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 9, π. Οὐρ. 2. 13, 15· οἱ ἐνστατικοί, οἱ γραμματικοί, οἱ ἐγείροντες ἐνστάσεις ἢ ἀντιλογίας κατὰ τοῦ Ὁμήρου· οἱ δὲ ἀνασκευάζοντες αὐτὰς ἐκαλοῦντο λυτικοὶ ἢ ἐπιλυτικοί, ἴδε Wolf. Proleg. σ. CXCV, Lehrs Ἀρίσταρχος 205. - Ἐπίρρ. -κῶς, «ἀνυπερθέτως» Ζωναρᾶς.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐνστατικός, -ή, -όν) ενστάτης
1. αυτός που συνηθίζει να υποβάλλει ενστάσεις
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)
οἱ ἐνστατικοί
οι γραμματικοί που αμφισβητούσαν τη γνησιότητα ομηρικών χωρίων
αρχ.-μσν.
(για ζώα) άγριος, ατίθασος
αρχ.
1. όποιος εναντιώνεται σε κάτι ή εμποδίζει κάτι
2. ο ικανός να υποβάλλει ενστάσεις.
επίρρ...
ένστατικῶς (AM)
άγρια, με μανία.