придирчивый
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Russian > Greek
δυσχερής, ἀκανθώδης, φιλόψογος, φιλομεμφής, φίλερις, φιλαίτιος, κατηγορικός, ἐνστατικός, δριμύς, μικρολόγος, σμικρολόγος, ἀκανθολόγος, ἐπιτίμαιος, ἐπιτιμητικός, ἐπιπληκτικός, ψογερός