обучение
Russian > Greek
ἀγωγή, ὁμιλία, κατάρτυσις, παιδεία, παίδευσις, ἀναγωγή, μελέτη, μελέτα, δίδαξις, διδασκαλία, διατριβή, δίδαγμα, παιδαγωγία
ἀγωγή, ὁμιλία, κατάρτυσις, παιδεία, παίδευσις, ἀναγωγή, μελέτη, μελέτα, δίδαξις, διδασκαλία, διατριβή, δίδαγμα, παιδαγωγία