κατάρτυσις
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A training, discipline, παιδεία καὶ κατάρτυσις Plu.Them.2; ψυχῶν Iamb.VP16.68, cf. 20.95.
2 = confectio, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Erziehung, Sp.; von Pferden, Dressur, Plut. Them. 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'élever, de former, de dresser, de discipliner.
Étymologie: καταρτύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάρτυσις -εως, ἡ [καταρτύω] training, dressuur.
Russian (Dvoretsky)
κατάρτῡσις: εως ἡ воспитание, обучение, дрессировка (τῶν ἵππων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάρτῡσις: -εως, ἡ, (καταρτύω), κατάρτισις (ὃ ἴδε), Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68 καὶ 95.
Greek Monolingual
κατάρτυσις, ἡ (Α) καταρτύω
1. η άσκηση, η εκγύμναση, η αγωγή («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους γίγνεσθαι... ὅταν ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», Πλούτ.)
2. η επεξεργασία, η κατασκευή.