ловкость
Russian > Greek
πολυτροπία ;; πολυτροπίη ;; φιλότεχνον ;; ἐπιδεξιότης ;; εὐχέρεια ;; φιλοτεχνία ;; εὐστοχία ;; δριμύτης ;; δεξιότης ;; λῆμα ;; λᾶμα ;; σοφία
πολυτροπία ;; πολυτροπίη ;; φιλότεχνον ;; ἐπιδεξιότης ;; εὐχέρεια ;; φιλοτεχνία ;; εὐστοχία ;; δριμύτης ;; δεξιότης ;; λῆμα ;; λᾶμα ;; σοφία