наваливать
Russian > Greek
ἐπιβάλλω ;; ἐπιρράσσω ;; ἐπιρράττω ;; ἐπιτίθημι ;; ἐκσωρεύω ;; ἐπινέω ;; περισάττω ;; σωρεύω ;; νέω ;; περινέω ;; περινηέω ;; ἀνασωρεύω ;; προσνέω ;; στοιβάζω ;; συννέω ;; συννήω ;; ἐπισωρεύω ;; ἐπιφορέω ;; χώννυμι ;; χωννύω ;; παραβάλλω ;; ἐπαμάομαι ;; ἐπαμάω ;; ἐπικυλινδέω ;; ἐπικυλίω