ἐπινέω

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινέω Medium diacritics: ἐπινέω Low diacritics: επινέω Capitals: ΕΠΙΝΕΩ
Transliteration A: epinéō Transliteration B: epineō Transliteration C: epineo Beta Code: e)pine/w

English (LSJ)

(A),
A spin to, esp. like ἐπικλώθω, of the Fates, γιγνομένῳ ἐπένησε λίνῳ span for him with her thread at his birth, Il.20.128,24.210: —Pass., ὁ ἐπινησθεὶς αὐταῖς μόχθος Ael.NA7.1, cf. Fr.260; ἐπινενησμένα ἐς ἅπαντας Ps.-Luc.Philopatr.14.

(B),
A heap upon, γῆν πολλήν Longus 1.31: elsewhere in Ep. form ἐπινηνέω, q.v.
II. heap up or load with, c. gen. rei, ἁμάξας.. ἐπινέουσι φρυγάνων Hdt.4.62: pf. part. Pass., τράπεζαι ἐπινενησμέναι ἀγαθῶν ἁπάντων Ar.Ec.838 (-νενασμέναι codd.).

(C), fut. -νεύσομαι,
A float on the top, Alex.33.5; ἐπὶ λεκάνης Ath.15.667e.
2. swim upon, τινί Aristid.2.94J.; swim over, Arist.HA620b22.

German (Pape)

[Seite 965] (s. νέω), darauf schwimmen, Alexis bei Ath. XIV, 650 c; ἐπί τινος, Arist. H. A. 9, 37 u. Sp. (s. νέω), darauf häufen, Her. 4, 62; ἀγαθῶν πάντων ἐπινένηται ἡ τράπεζα Phryn. B. A. 13, ἐπισεσώρευται, μεμέστωται erkl. (s. νέω, νήθω), zuspinnen, von den Schicksalsgöttinnen, τινί τι, z. B. Αἶσα, Μοῖρα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ, mit dem beginnenden Lebensfaden, gleich bei der Geburt verhängte sie ihm, sequ. inf., Il. 20, 128. 24, 210; τὰ τῶν Μοιρῶν ἐπινενησμένα εἰς ἅπαντας Luc. Philop. 14; ὁ ἐπινησθεὶς μόχθος Ael. H. A. 7, 1.

French (Bailly abrégé)

1nager ou flotter sur.
Étymologie: ἐπί, νέω².
2f. ἐπινήσω, ao. ἐπένησα;
Pass. part. ao. ἐπινησθείς, part. pf. ἐπινενησμένος;
filer pour ou en vue de (seul. en parl. des Parques) : τινι, εἴς τινα pour qqn ; τινι avec l'inf. assigner à qqn (litt. filer pour qqn) la destinée de faire….
Étymologie: ἐπί, νέω³.
3f. ἐπινήσω, pf. Pass. ἐπινένημαι;
encombrer de, se charger de, gén..
Étymologie: ἐπί, νέω⁴.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινέω:
I (fut. ἐπινεύσομαι) (по чему-л. или к чему-л.) плыть, проплывать (ἡ νάρκη λαμβάνει τὰ ἐπινέοντα, sc. ἰχθύδια Arst.).
II (о Мойрах) (тж. ἐ. λίνῳ Hom.) досл. прясть, перен. готовить в удел, назначать, предопределять (εἴς τινα Luc.): τῷ ὥς ποθι Μοῖρα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ Hom. так ему некогда при рождении было суждено - ср. ἐπικλώθω.
III (pf. pass. ἐπινένημαι и ἐπινένησμαι) наваливать, нагромождать (ἁμάξας φρυγάνων Her.): αἱ τράπεζαι εἰσιν ἐπινενησμέναι ἀγαθῶν ἁπάντων Arph. столы уставлены всевозможными благами (т. е. вкусными яствами).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινέω: (Α): μέλλ. -νήσω, ἐπινήθω, ἐπικλώθω, ἰδίως ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, ἅσσα οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ, «ἅπερ αὐτῷ ἡ Μοῖρα τικτομένῳ ἐπέκλωσε τῷ λίνῳ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 128, Ω. 210. - Παθ., ὁ ἐπινησθεὶς αὑταῖς μόχθος Αἰλ. π. Ζ. 7. 1· «ἐπινησθεῖσαν, ἀντὶ τοῦ ἐπικλωσθεῖσαν» Σουΐδ.· ἐπινενησμένα ἐς ἅπαντας Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 14. - Κατὰ Κόβητον N. Leet. σ. 161 καὶ ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου τ. 1. 488 τὸ νέω ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ νήθω παρὰ τοῖς Ἀττ. ἦν νάω, ἐξ οὗ καὶ ἐπινάω καὶ οὐχὶ ἐπινέω. Ἴδε Ζηκίδου Λεξικ. Ἀττ. Ρημάτων ἐν λ. νάωῶ (νήθω) καὶ Veiteli Greek Verbs ἐν λ. νέω (νήθω).

English (Autenrieth)

aor. ἐπένησε: spin to, i. e. allot as destiny (cf. ἐπικλώθω), Il. 20.128 and Il. 24.210.

Greek Monolingual

(I)
ἐπινέω (Α)
1. γνέθω
2. (για τις Μοίρες) προκαθορίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (I) «γνέθω»].
(II)
ἐπινέω (Α)
1. συσσωρεύω, συγκεντρώνω
2. επισωρεύω, φορτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (II) «συσσωρεύω»].
(III)
ἐπινέω (Α)
επιπλέω, κολυμπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέω (III) «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

ἐπινέω: (Α), μέλ. -νήσω, κατανέμω, απονέμω με κλώσιμο, στρίψιμο, περιστροφή, λέγεται για τις Μοίρες, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐπινέω: (Β), σωριάζω, συσσωρεύω ή φορτώνω με κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

1 [νέω2] fut. -νήσω,
to allot by spinning, of the Fates, Il.
2 [νέω3]
to heap up or load with a thing, c. gen., Hdt.
3 [νέω1]
to float on the top.