προσνέω

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσνέω Medium diacritics: προσνέω Low diacritics: προσνέω Capitals: ΠΡΟΣΝΕΩ
Transliteration A: prosnéō Transliteration B: prosneō Transliteration C: prosneo Beta Code: prosne/w

English (LSJ)

(A), aor.
A -ένευσα Th.3.112:—swim to or towards, l.c.; λιμένι Luc.Bis Acc.21.

(B),
A heap up against, ξύλα ταῖς θύραις Plu.2.775e.

German (Pape)

[Seite 773] (s. νέω), zu-, hinanschwimmen, προσένευσαν Thuc. 3, 112, u. Sp., wie Luc. bis acc. 21. (s. νέω), dazu anhäufen, ξύλα ταῖς θύραις, Plut. amat. narr. 5 a. E.

French (Bailly abrégé)

1entasser devant, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, νέω⁴.
2nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νέω².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-νέω zwemmen naar.

Russian (Dvoretsky)

προσνέω:
I νέω II] (fut. προσνεύσομαι) подплывать, приплывать (τινι Thuc., Luc.).
II νέω IV] (fut. προσνήσω) нагромождать, наваливать (ξύλα ταῖς θύραις Plut.).

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ προς μια κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (Ι) «κολυμπώ»].
(II)
Α
συσσωρεύω επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στον σωρό που ήδη υπάρχει, επισωρεύω («προσνέειν ξύλα ταῖς θύραις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

προσνέω: μέλ. -νεύσομαι, κολυμπώ σε ή προς, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προσνέω: μέλλ. -νεύσομαι, προσνήχομαι, Θουκ. 3. 112, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 21.

Middle Liddell

fut. -νεύσομαι
to swim to or towards, Thuc.

Lexicon Thucydideum

adnatare, to swim to, 3.112.7.