καταστίλβω

Revision as of 16:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A send beaming forth, σέλας h.Mart.10.    2 irradiate, πάντα AP12.254 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1382] herabstrahlen, herableuchten lassen, ὑψόθεν σέλας H. h. Mart. 10; darauf, dagegen strahlen, schimmern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταστίλβω: καταυγάζω, ἐκπέμπω λαμπρόν, στιλπνόν, ἀκτινοβόλον φῶς, σέλας Ὁμ. Ὕμ. 7. 10. ΙΙ. ἀμετβ., ἀκτινοβολῶ λαμπρῶς, Ἀνθ. Π. 12. 254.

French (Bailly abrégé)

1 faire briller;
2 illuminer.
Étymologie: κατά, στίλβω.

Greek Monolingual

καταστίλβω (Α)
εκπέμπω φως στιλπνό, δηλ. λαμπρό, καταλάμπω, καταυγάζω, ακτινοβολώ.

Greek Monotonic

καταστίλβω: μέλ. -ψω,
I. στέλνω λάμψη, καταυγάζω, ακτινοβολώ, σέλας, σε Όμηρ.
II. αμτβ., ακτινοβολώ δυνατά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταστίλβω:
1) излучать, посылать (σέλας ὑψόθεν HH);
2) озарять, освещать (πάντα Anth.).

Middle Liddell

fut. ψω
I. to send beaming forth, σέλας Hhymn.
II. intr. to beam brightly, Anth.