συγχώρημα

Revision as of 20:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A concession, Plb.5.67.8, al.; σ. λαβεῖν παρά τινος Id.4.73.10; περί τινος Id.1.85.3; σ. γίγνεταί τινι Id.6.13.3; σ. τιμῆς Plu.Publ. 20.    2 agreement, PSI2.189.18 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 972] τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; συγχώρημα λαβεῖν παρά τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; περί τινος, 1, 85, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συγχώρημα: τό, παραχώρησις, συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν παρά τινος 4. 73, 10· περί τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. τιμῆς Πλουτ. Ποπλ. 20.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. συγχώρησις.
Étymologie: συγχωρέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α συγχωρῶ
1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.)
2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).

Greek Monotonic

συγχώρημα: -ατος, τό, παραχώρηση, υποχώρηση, συγκατάνευση, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχώρημα -ατος, τό [συγχωρέω] concessie, toekenning. κατὰ τὸ συγχώρημα τῆς τιμῆς door de toekenning van dat eerbewijs Plut. Publ. 20.3.

Russian (Dvoretsky)

συγχώρημα: ατος τό уступка, согласие, разрешение (περί τινος Polyb.): σ. τῆς τιμῆς Plut. оказание почестей.

Middle Liddell

συγχώρημα, ατος, τό, [from συγχωρέω
a concession, Plut.