εὑρετικός

Revision as of 10:39, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A inventive, ingenious, Pl.Smp. 209a: Comp. in Id.Plt.286e, 287a; ἰατρός Gal.7.212: Comp., Procl. in Alc. p.177C.; εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Men.39: c. gen., λόγων D.H.Lys.15; also, able to make discoveries from... οὗ ἔμαθεν Pl.R.455b, cf. Andronic.Rhod.p.578 M.    II concerned with inquiry or discovery, λόγος, opp. ἀποδεικτικός, Gal.4.650.

German (Pape)

[Seite 1092] erfinderisch; Plat. Conv. 209 a; τὸν ἀκούσαντα εὑρετικώτερον ἀπεργάζεσθαι Polit. 286 e; τῆς δηλώσεως 287 a; πρὸς πᾶν τὸ χρήσιμον D. Sic. 3, 69.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετικός: -ή, -όν, ἐφευρετικός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
inventif.
Étymologie: εὑρετός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὑρετικός, -ή, -όν) ευρετής
ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ευρετική
επιστημονική αναζήτηση και συγκέντρωση πηγών και μνημείων της ιστορίας
αρχ.
(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις.

Greek Monotonic

εὑρετικός: -ή, -ὸν (εὑρεῖν), εφευρετικός, πολυμήχανος, δαιμόνιος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὑρετικός:
1) находчивый, изобретательный (δημιουργός Plat.; πρός τι Diod.);
2) умеющий находить (τινος Plat., Plut.).

Middle Liddell

εὑρετικός, ή, όν εὑρεῖν
inventive, ingenious, Plat.