θοόω

Revision as of 14:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(θοός B)

   A make sharp or pointed, Od.9.327; τεθοωμένος Nic. Th.228.    II metaph., in Pass., ἐν πυρὶ φωνὴν τεθοωμένος Hermesian. 7.11; λύσσῃ τεθοωμένος Opp.H.1.557, 2.525.

German (Pape)

[Seite 1214] spitz machen, schärfen; θόωσα Od. 9, 327; sp. D.; τεθοωμένος Nic. Th. 227; Opp. Hal. 1, 557. 2, 525 u. A., auch übertr., anreizen, aufregen.

Greek (Liddell-Scott)

θοόω: μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) κάμνω τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ ὀξύνω, Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., παροργίζομαι, παροξύνομαι, κατά τινος αὐτόθι 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11.

French (Bailly abrégé)

θοῶ;
aiguiser.
Étymologie: θοός.

English (Autenrieth)

aor ἐθόωσα: make pointed, bring to a point, Od. 9.327†.

Greek Monotonic

θοόω: (θοός I), μέλ. -ώσω, κάνω κάτι κοφτερό ή αιχμηρό, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

θοόω: (только aor. θόωσα) заострять: ἐγώ θόωσα (sc. τὸ ῥόπαλον) ἄκρον Hom. я заострил конец дубины.

Middle Liddell

θοόω, fut. -ώσω θοός II]
to make sharp or pointed, Od.