χωνεία

Revision as of 18:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A melting and casting of metal, Plb.34.10.12, D.S.5.13.

German (Pape)

[Seite 1386] ἡ, das Schmelzen u. Gießen des Metalls, Pol. 34, 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

χωνεία: ἡ, χώνευσις μετάλλου, καὶ χύσις, Πολύβ. 34. 10, 12, Διόδ. 5. 13. ΙΙ. ἡ βασιλικὴ χ., τὸ νομισματοκοπεῖον, Ἄννα Κομν. 1. 226.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ χωνεύω
η τήξη και η χύτευση μετάλλων, χώνευση
μσν.
νομισματοκοπείο.

Russian (Dvoretsky)

χωνεία: ἡ плавка, выплавка, литье Polyb., Diod.