μισθαποχή

Revision as of 19:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A contract for hire with payment in advance, BGU409.10 (iv A. D.), PGen.70.15 (iv A.D.).    II receipt for wages, PKlein. Form.324.6 (vi A.D.).

Greek Monolingual

μισθαποχή, ἡ (Α)
1. συμβόλαιο μισθώσεως με προκαταβολική πληρωμή του μισθώματος
2. είσπραξη μισθού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποχή «απόδειξη εξοφλήσεως χρέους» (πρβλ. κατ-αποχή)].