πτέλας

Revision as of 13:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A wild boar, Lyc.833; cf. πτελέα, Lacon.,= σῦς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 807] ὁ, der Eber, Lycophr. 833; nach den VLL. auch πτέλος.

Greek (Liddell-Scott)

πτέλας: ὁ, κάπρος, ἄγριος χοῖρος, Λυκόφρ. 833· παρὰ τῷ Ἡσυχίῳ εὕρηται: «πτελέα· σῦς ὑπὸ Λακώνων».

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο κάπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -αντ- (πρβλ. ἐλέφας, -αντος) και πιθ. συνδέεται με τη λ. πτελέα (Ι) (πρβλ. πτελέα (II) «αγριογούρουνο»). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kiaūle «γουρούνι» και αρχ. ινδ. kiri- «κάπρος», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό δάνειο. Αμφίβολη, τέλος, φαίνεται και η σύνδεση του τ. με τα πελιτνός, πελιός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: wild boar (Lyc. 833; verse-end); also πτελέα σῦς ὑπὸ Λακώνων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as in ἐλέφας; perh. connected with πτελέη elm (s.v.), but further unexplained. New attempt, to be rejected, to connect πτέλας with Lith. kiaũle swine, kuilỹs breeding-swine and with Skt. kirí- m. boar, by Merlingen Μνήμης χάριν 2, 58. Arbitrary Holthausen IF 62, 152: to πελιτνός, πελιός etc. Older lit. in Bq. -- The word may well be Pre-Greek (note πτ-).

Frisk Etymology German

πτέλας: {ptélas}
Grammar: m.
Meaning: wilder Eber (Lyk. 833; Versende); auch πτελέα· σῦς ὑπὸ Λακώνων H.
Etymology : Ausgang wie in ἐλέφας; vielleicht mit πτελέη Ulme (s.d.) zusammenhängend, aber im übrigen unerklärt. Neuer abzulehnender Versuch, πτέλας mit lit. kiaũle Schwein, kuilỹs Zuchteber und mit aind. kirí- m. Wildschwein lautlich zusammenzubringen, von Merlingen Ältere Lit. bei Bq.
Page 2,610-611