πορθμεία

Revision as of 14:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A ferrying across a river, SIG1262.10 (Smyrna), Apollod.2.7.6.    II conveyance by water, Str.5.3.7.

German (Pape)

[Seite 683] ἡ, das Ueberfahren, Uebersetzen über einen Fluß, Plut. Rom. 6, Schol. Eur. Alc. 263; – Wassertransport, Strab. 5, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμεία: ἡ, τὸ πορθμεύειν, διαπόρθμευσις, Ἀπολλόδ. 2. 7, 6· πρβλ. πορθμία.

Greek Monolingual

ἡ Α πορθμεύω
1. η διαπόρθμευση, το πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή, η διά θαλάσσης μεταφορά
2. το επάγγελμα του πορθμέα.

Russian (Dvoretsky)

πορθμείᾱ: ἡ переправа, перевоз Plut.