ἐπιπώρωσις

Revision as of 14:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A formation of a callus, -ωσιν ποιεῖσθαι Id.Art.14; -ώσιες ἄρθρων γίγνονται Aret.SD2.12.    2. callus, Placit.5.13.1 (pl.); of projections on renal stones, Aret.SD2.3.

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, das Verhärten auf der Oberfläche, Hippocr. u. Sp.; = dem Vorigen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπώρωσις: -εως, ἡ, ὁ σχηματισμὸς τύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791: ― τύλος, callus, Πλούτ. 2. 906F, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
calus.
Étymologie: ἐπί, πωρόω.

Greek Monolingual

ἐπιπώρωσις, ἡ (Α) επιπωρούμαι
1. σχηματισμός σκληρωμάτων, αποσκλήρυνση στην επιφάνεια
2. κάλος στο δέρμα
3. προεξοχή στις πέτρες τών νεφρών.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπώρωσις: εως ἡ затвердение, огрубение (на коже), мозоль Plut.