ἐπιπώρωσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A formation of a callus, -ωσιν ποιεῖσθαι Id.Art.14; -ώσιες ἄρθρων γίγνονται Aret.SD2.12.
2. callus, Placit.5.13.1 (pl.); of projections on renal stones, Aret.SD2.3.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, das Verhärten auf der Oberfläche, Hippocr. u. Sp.; = dem Vorigen, Medic.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
calus.
Étymologie: ἐπί, πωρόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπώρωσις: εως ἡ затвердение, огрубение (на коже), мозоль Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπώρωσις: -εως, ἡ, ὁ σχηματισμὸς τύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791: ― τύλος, callus, Πλούτ. 2. 906F, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.
Greek Monolingual
ἐπιπώρωσις, ἡ (Α) επιπωρούμαι
1. σχηματισμός σκληρωμάτων, αποσκλήρυνση στην επιφάνεια
2. κάλος στο δέρμα
3. προεξοχή στις πέτρες τών νεφρών.