ἀναποδισμός

Revision as of 14:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A going back, εἰς μονάδα, opp. προποδισμὸς ἀπὸ μονάδος, Moderat. ap. Stob.1 Coroll.8; of the retrograde motion of planets, Vett.Val.226.1, Nicom.Ar.1.5; in pl., opp. προποδισμοί, Alex.Aphr.in Metaph.440.7; generally, reversal of planet's motion, Theo Sm.p.148H.    II calling back, recall, LXX Wi.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναποδισμός: ὁ, ἡ ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ἀναποδισμὸς εἰς μονάδα, ἀντιθέτως πρὸς τὸ προποδισμός… ἀπὸ μονάδος, Μοδερᾶτος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 18. ΙΙ. ἀνάκλησις, Ἑβδ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 alejamiento τῆς τελευτῆς ἡμῶν LXX Sap.2.5.
2 retroceso, regresión εἰς μονάδα Moderatus 1, cf. Alex.Aphr.in Metaph.440.7, Hsch.
3 astrol. movimiento retrógrado de los planetas, Vett.Val.226.1, cf. en plu., Nicom.Ar.1.5, Theo Sm.p.148.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναποδισμός) ἀναποδίζω (Ι)]
βάδιση προς τα πίσω, οπισθοδρόμηση, επάνοδος, επιστροφή
αρχ.
1. ανάκληση
2. επιμελέστερη ή ακριβέστερη εξέταση.