ἐργαστήρ

Revision as of 15:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A workman, esp. in husbandry, X.Oec.5.15 ; of a smith, Orph.H.66.4.

German (Pape)

[Seite 1019] ῆρος, ὁ, der Arbeiter, bes. Landarbeiter, Ackerbauer, Xen. Oec. 5, 15 u. öfter; nach Poll. 7, 7 auch = βάναυσος, u. Orph. H. 65, 4 vom Hephästus, der Schmied.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργαστήρ: -ῆρος. ἐργάτης, ἰδίως ἐν τῇ γεωργίᾳ, Ξεν. Οἰκ. 5. 15· ἐπὶ σιδηρουργοῦ. Ὀρφ. Ὕμν. 65. 4: - κοινότερον ἐργάτης.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
travailleur, particul. cultivateur.
Étymologie: ἐργάζομαι.

Greek Monolingual

ἐργαστήρ, -ῆρος, ό, θηλ. ἐργαστρίς, -ίδος (Α) εργάζομαι
1. εργάτης, γεωργός
2. (για τον Ήφαιστο) σιδηρουργός.

Greek Monotonic

ἐργαστήρ: -ῆρος, ὁ (ἐργάζομαι), εργάτης, γεωργος, καλλιεργητής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐργᾰστήρ: ῆρος ὁ рабочий (преимущ. сельскохозяйственный), землепашец Xen.

Middle Liddell

ἐργαστήρ, ῆρος, ἐργάζομαι
a workman, husbandman, Xen.