ἐργαστήρ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ἐργαστῆρος, ὁ, workman, esp. in husbandry, X.Oec.5.15; of a smith, Orph.H.66.4.
German (Pape)
[Seite 1019] ῆρος, ὁ, der Arbeiter, bes. Landarbeiter, Ackerbauer, Xen. Oec. 5, 15 u. öfter; nach Poll. 7, 7 auch = βάναυσος, u. Orph. H. 65, 4 vom Hephästus, der Schmied.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
travailleur, particul. cultivateur.
Étymologie: ἐργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐργᾰστήρ: ῆρος ὁ рабочий (преимущ. сельскохозяйственный), землепашец Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργαστήρ: -ῆρος. ἐργάτης, ἰδίως ἐν τῇ γεωργίᾳ, Ξεν. Οἰκ. 5. 15· ἐπὶ σιδηρουργοῦ. Ὀρφ. Ὕμν. 65. 4: - κοινότερον ἐργάτης.
Greek Monolingual
ἐργαστήρ, -ῆρος, ό, θηλ. ἐργαστρίς, -ίδος (Α) εργάζομαι
1. εργάτης, γεωργός
2. (για τον Ήφαιστο) σιδηρουργός.
Greek Monotonic
ἐργαστήρ: -ῆρος, ὁ (ἐργάζομαι), εργάτης, γεωργος, καλλιεργητής, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐργαστήρ, ῆρος, ἐργάζομαι
a workman, husbandman, Xen.