ἄβροχος

Revision as of 15:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, (βρέχω)

   A unwetted, unmoistened, Aeschin.2.21, Nic.Th.339, Sotion p.183 W.; κατὰ πόντον ἄ. ἀΐσσεις Mosch.2.143 (v.l. ἄτρομος): c. gen., ἅλμης Nonn.D.1.75. Adv. -χως without getting wet, Lib.Or.11.217.    2 wanting rain, waterless, πεδία E.Hel.1485; Ἀρκαδίη Call.Jov.19.    3 not inundated, PHib.1.85 (iii B. C.), BGU455 (i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 5] (βρέχω), unbenetzt, ἄγκυρα Luc. pro merc. cond. 10, wo διάβροχος, wie Athen. II, 53 d τὰ βεβρεγμένα entgegensteht; μόλιβος P. Eil. 52 (VI, 66); ὕδωρ, das mit dem Meere sich nicht vereinigende Wasser des Alpheus, Nestor. 2 (IX, 536); ἄβροχον διαβιβάζειν στρατόν, trockenen Fußes übersetzen, Luc. Balu. 2; – dürr, πεδία Eur. Hel. 1484; Ἀρκαδίη Callim. H. in Iov. 19, u. öfter, Sp. – Adv. ἀβρόχως-

Greek (Liddell-Scott)

ἄβροχος: -ον, (βρέχω) = ἄβρεκτος, ὁ μὴ βραχείς, μὴ ὑγρανθείς. Αἰσχίν. 31. 5, Νικ. Θ. 339· κατὰ πόντον ἄβροχος ἀΐσσεις, Μόσχ. 2. 139· ― ἄνευ βροχῆς, ἄνευ ὕδατος· πεδία Εὐρ. Ἠλ. 1484· ― Ἀρκαδίη, Καλλ. ὕμν. Δ. 19· ― ἄγκυρα Λουκ. ἀπολογ. 10, ἔνθα ἀντιτίθεται τῷ διάβροχος, ὡς παρ’ Ἀθην. 2, 53, τὰ βεβρεγμένα. ἐπίρρ. ἀβρόχως μεταγ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non mouillé.
Étymologie: ἀ, βρέχω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de la tierra seco, de secano πεδία E.Hel.1485, Ἀζηνίς Call.Iou.19.
2 no inundado, no alcanzado por la inundación anual del Nilo (sc. γῆ) PHib.85.25 (III a.C.), BGU 455.15 (I d.C.), SB 10881.7 (IV d.C.), ἐὰν δέ τις ἄβροχος γένηται POxy.2676.41 (II d.C.).
II 1no mojado ἀπορράψειν τὸ Φιλίππου στόμα ὀλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ que iba a coser la boca de Filipo con un junco seco (e.d. que no iba a hacer falta ni perder el tiempo en mojarlo), Aeschin.2.21, χείλεα Nic.Th.339, ἴχνος Nonn.D.38.409, Par.Eu.Io.6.19
de objetos nuevos que todavía no ha sido mojado, no estrenado ἄγκυρα Luc.Apol.10, χύτραν καινήν Gp.7.8.4.
2 que no se moja, que no puede o debe mojarse ὁλκὸς Ἁμάξης Musae.214, ἄβροχοι διαβαίνουσι Par.Flor.4, ἄβροχος ... ἀνακρούων ἅλα Nonn.D.43.215, ἅρμα Nonn.D.39.375, ὁ Ἰσραὴλ τὴν θάλασσαν διεπέρασε ἄβροχος Gr.Nyss.Virg.322.8
c. gen. ἅλμης Nonn.D.1.75, περίαψον εἰς τὸν τράχηλον καὶ ἄβροχον φορείτω cuélguese (el amuleto) del cuello y llévese siempre seco, PMag.7.207.
III adv. -ως sin mojarse Lib.Or.11.217, ὁ Δεσπότης ἐν τῇ θαλάττῃ ἀ. ἐβάδιζεν Chrys.M.59.674.

Greek Monotonic

ἄβροχος: -ον (βρέχω), αυτός που δεν είναι βρεγμένος, που δεν έχει υγρασία, στεγνός, σε Αισχίν.· άνυδρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄβροχος:
1) неорошенный, безводный или засушливый (πεδία Eur.);
2) не окунутый в воду, сухой (μόλιβος Anth.): μία μοι ἄγκυρα ἔτι ἄ. погов. Luc. есть у меня еще один сухой якорь, т. е. еще одно неиспробованное средство; ἄβροχον διαβιβάζειν στρατόν Luc. переправить войско по-суху;
3) не впадающий в море (ὕδωρ = Ἀλφειὸς ποταμός Anth.).

Middle Liddell

βρέχω
unwetted, unmoistened, Aeschin.: wanting rain, waterless, Eur.