ἐπικνίζω

Revision as of 15:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A scratch the surface, Thphr.HP4.2.1, CP5.2.4 (Pass.); of the plough, AP6.238 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 951] auf der Oberfläche ritzen, aufritzen, Theophr.; χέρσον ἀρότρῳ Apollnds. 5 (VI, 238).

French (Bailly abrégé)

gratter à la surface, écorcher.
Étymologie: ἐπί, κνίζω.

Greek Monolingual

ἐπικνίζω (Α)
1. ξύνω στην επιφάνεια
2. (για άροτρο) σχίζω
3. «ἐπικνίζεται
δάκνεται» (Λεξικό Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνίζω «ξύνω»].

Greek Monotonic

ἐπικνίζω: μέλ. -σω, κόβω πάνω στην επιφάνεια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικνίζω: скрести, скоблить, царапать (ἄροτρον ἐπικνίζον χέρσον Anth.).

Middle Liddell

fut. σω
to cut on the surface, Anth.