ὁπλοφορέω

Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A bear arms, be armed, X.Cyr.4.3.18, AP9.320 (Leon.), BCH32.429 (Delos, ii B. C.), Jahresh.26 Beibl.61 (Ephesus, iv/vii A. D.).    II Pass., to be guarded, c. dat., μυριάσι πεζῶν Plu.Aem. 27.

German (Pape)

[Seite 361] 1) Waffen u. Rüstung tragen, bes. ein ὁπλίτης sein, Luc. Anach. 34. – 2) = δορυφορέω, als Leibwache begleiten, u. pass. von einer Leibwache begleitet werden, τοσαύταις μυριάσι πεζῶν καὶ χιλιάσιν ἱππέων ὁπλοφορούμενοι βασιλεῖς, Plut. Aemil. Paul. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλοφορέω: φέρω ὅπλα, εἶμαι ὡπλισμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 18, Ἀνθ. Π. 9. 320, ΙΙ. Παθ., ἔχω ὁπλοφόρον, συνοδεύομαι ὑπὸ σωματοφύλακος, Πλουτ. Αἰμίλ. 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter les armes ; servir comme hoplite;
2 servir comme garde du corps ; Pass. être accompagné par une garde.
Étymologie: ὁπλοφόρος.

Greek Monotonic

ὁπλοφορέω:I. φέρω όπλα, είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.
II. Παθ., διαθέτω σωματοφύλακα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλοφορέω:
1) служить в тяжеловооруженной пехоте, быть гоплитом Xen., Luc., Plut., Anth.;
2) быть телохранителем, охранять (χιλιάσιν ἱππέων ὁπλοφορούμενος Plut.).

Middle Liddell

ὁπλοφορέω,
I. to bear arms, be armed, Xen.
II. Pass. to have a body-guard, Plut. [from ὁπλοφόρος