ἀπόπροθε
English (LSJ)
before vowels ἀπόπρο-θεν, Adv., prop.
A from afar, ἰύζουσιν ἀ. οὐδ' ἐθέλουσιν ἀντίον ἐλθέμεναι Il.17.66; ἀ. εἰς ἓν ἰόντες A.R.1.39, cf. 1244, etc.; but in Hom., = ἀπόπροθι, afar off, far away, αὖθι μένειν παρὰ νηυσὶν ἀ. Il.10.209, cf. 17.501; στῆθ' οὕτω ἀ. Od.6.218; ἀ. εἰν ἁλὶ κεῖται 7.244, cf. 9.188, 17.408, Thgn.595, S.Ichn.3. 2 c. gen., far away from, ὀφθαλμῶν Archil.25; αἰζηῶν Q.S.1.414.
German (Pape)
[Seite 320] vor Vokalen ἀπόπροθεν, von fern her, von weitem, weit ab; ἰύζουσιν ἀπόπροθεν Iliad. 17, 66; μή μοι ἀπόπροθεν ἰσχέμεν ἴππ ους Il. 17, 501; μένειν παρὰ νηυσὶν ἀπόπροθεν 10, 209; μῆλα ποιμαίνεσκεν ἀπόπροθεν Od. 9, 188; στῆθ' οὕτω ἀπόπροθεν Od. 6, 218; καί κέν μιν τρεῖς μῆνας ἀπόπροθεν'οἶκος ἐρύκοι Od, 17, 408; νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται Od. 7, 244; Sp., Qu. Sm. 14, 389 κηδέων ἀπόπροθε νήπιον ἦτορ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπροθε: καὶ πρὸ φωνηέντων -θεν, Ἐπίρρ.: ― κυρίως μακρόθεν, ἀπ. εἰς ἓν ἰόντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 39, πρβλ. 1244, κτλ˙ ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἀπόπροθι, μακράν, εἰς μακρὰν ἀπόστασιν ἀπὸ..., αὖθι μένειν παρὰ νηυσὶν ἀπ. Ἰλ. Κ. 209, πρβλ. Ρ. 66, 501˙ στῆθ’ οὕτω ἀπ. Ὀδ. Ζ. 218˙ ἀπ. εἰν ἀλὶ κεῖται Η. 244, πρβλ. Ι. 188., Ρ. 408, Θέγν. 595˙ πρβλ. ἀποπρό. 2) μετὰ γεν. μακρὰν ἀπό τινος, ὀφθαλμῶν Ἀρχίλ. 21 Bgk.˙ πρβλ. ἐγγύθεν, σχεδόθεν.
French (Bailly abrégé)
v. ἀπόπροθεν.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): delante de vocales -θεν
adv.
1 lejos, a lo lejos τις νῆσος ἀ. εἰν ἁλὶ κεῖται Od.7.244, αὖθι μένειν παρὰ νηυσὶν ἀ. Il.10.209, cf. 17.501, Od.6.218, 9.188, 17.408, S.Fr.314.9
•c. gen. lejos de ἀ. ... ὀφθαλμῶν ἡμῶν Archil.102.4
•fig. de modo diferente a αἰζηῶν Q.S.1.414, θεοῦ γενετῆρος Nonn.Par.Eu.Io.8.28, cf. 5.30.
2 desde lejos ἰύζουσιν ἀ. Il.17.66, ἀ. ὦμεν ἑταῖροι seamos amigos desde lejos Thgn.595, ἀ. εἰς ἓν ἰόντες A.R.1.39, cf. 1.1244.
Greek Monolingual
ἀπόπροθε κ. -θεν επίρρ. (Α)
1. από μακριά
2. μακριά από κάτι
(«άπόπροθε οφθαλμῶν»).
Greek Monotonic
ἀπόπροθε: προ φωνηέντων -θεν, επίρρ. (ἀποπρό), από μακριά, μακριά, σε μεγάλη απόσταση από, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπροθε: (ν) adv. издали, вдали Hom.