ἀπρασία

Revision as of 18:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἡ,

   A want of purchasers, no sale, Eup.62, D.27.21, 34.8.

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, das Nichtverkaufen, Mangel an Absatz, φορτίων Dem. 34, 8; vgl. 27, 21; Eupol. B. A. 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρᾱσία: ἡ, ἔλλειψις ἀγοραστῶν, οὐδεμία πώλησις, τὸ Τουρκιστὶ λεγόμενον «κεσάτ(ι)», Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 26, Δημ. 820. 2., 909. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut de vente, manque d’acheteurs.
Étymologie: ἄπρατος.

Spanish (DGE)

(ἀπρᾱσία) -ας, ἡ
falta de compradores sin cont., Eup.70, τῶν δ' ἔργων ἀπρασίαν falta de venta de productos manufacturados D.27.21, τῶν φορτίων D.34.22, cf. PIand.100.9 (IV d.C.) cj. en BL 3.87 (pero cf. ἀπραγία).

Greek Monolingual

ἀπρασία, η (Α)
έλλειψη αγοραστών.

Greek Monotonic

ἀπρᾱσία: ἡ, έλλειψη αγοραστών, το να μη γίνεται ούτε μια πώληση, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρᾱσία: ἡ застой в торговле, отсутствие сбыта (φορτίων Dem.).

Middle Liddell

[ἄπρᾱτος]
want of purchasers, no sale, Dem.