ἀμελία

Revision as of 14:15, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ἡ, poet. for ἀμέλεια, E.IA 850, Fr.187 :—also in Inscrr. and Papyri, OGI383 (Nimrud Dagh), PTeb.61a176 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, = ἀμέλεια, Eur. Iph. A. 850.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελία: ἡ ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀμέλεια, Εὐρ. Ι. Α.. 850, Ἀποσπ. 187.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἀμέλεια.

Spanish (DGE)

ἀμελίη v. ἀμέλεια.

Greek Monolingual

και αναμελιά και ανεμελιά
έλλειψη φροντίδας ή προσοχής, αμέλεια, νωθρότητα, τεμπελιά
ο χαρακτηριζόμενος από αμελιά, αμελιάρης και ανα-, ανεμελιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άμελος
ο τ. αναμελιά < ανάμελος, ο δε τ. ανεμελιά < ανέμελος, παράλλ. τ. του επιθ. άμελος].

Greek Monotonic

ἀμελία: ἡ, ποιητ. αντί ἀμέλεια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμελία: ἡ Eur. = ἀμέλεια.

English (Woodhouse)

heedlessness