γυναικόφρων

Revision as of 15:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A of woman's mind, E.Fr.362.34.

German (Pape)

[Seite 511] von weibischer Gesinnung, Eur. frg.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικόφρων: -ον, ἔχων γυναικὸς φρόνημα ἢ νοῦν, Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 34.

Spanish (DGE)

(γῠναικόφρων) -ον
que siente como las mujeres γ. γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ E.Fr.19.34M., καλλωπιστάς, γυναικόφρονας Procl.Par.Ptol.228.

Greek Monolingual

γυναικόφρων (-όνος), -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικείο φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -φρων < φρην (πρβλ. άφρων, δαΐφρων)].

Russian (Dvoretsky)

γῠναικόφρων: ονος adj. мыслящий или чувствующий по-женски (θυμός Eur.).

English (Woodhouse)

effeminate, womanish