λυσσάω

Revision as of 17:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "—[[to be " to "—to [[be ")

English (LSJ)

Att. λυττάω, Ep. part.

   A λυσσώων Man.1.244, AP5.265 (Paul. Sil.):—to be raging in battle, Hdt.9.71; cf. λύσσα init.    2 rave, be mad, S.OT1258, Ant.492, Pl.R.329c, Epicur.Sent.Vat.11, Man., APll.cc., etc.; λ. πρὸς μεῖξιν Ps.-Phoc.214; ἔρωτες λυττῶντες Pl.R.586c: c. inf., desire madly to do, Hld.2.20.    II of dogs, suffer from rabies, Ar.Lys. 298, Arist.HA604a6; of wolves, Theoc.4.11; of horses, Arist.HA 604b13.    III causal, make mad, κἂν λελυσσήκῃ τινά (sc. τὰ δήγματα) Damocr. ap. Gal.13.821. (Hsch. has λύσσεται· μαίνεται.)

Greek (Liddell-Scott)

λυσσάω: Ἀττ. λυττάω, εἶμαι πλήρης μανίας ἢ ὁρμῆς ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 9. 71· πρβλ. λύσσα ἐν ἀρχῇ. 2) εἶμαι λυσσώδης, μανιώδης, Σοφ. Ο. Τ. 1258, Ἀντ. 492, Πλάτ. Πολ. 329C, κτλ.· λ. πρὸς μῖξιν Ψευδο-Φωκυλ. 202· ἔρωτες λυττῶντες Πλάτ. Πολ. 586C· ― μετ’ ἀπαρ., μανιωδῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Ἡλιόδ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 298, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1· ἐπὶ λύκων, Θεόκρ. 4. 11 (ἐν ἀμφιβόλῳ τινὶ χωρίῳ)· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ, att. λυττάω-ῶ :
1 être enragé;
2 fig. être dans un transport violent (de colère, de passion, etc.).
Étymologie: λύσσα.

Greek Monotonic

λυσσάω: Αττ. λυττάω (λύσσα
I. 1. είμαι γεμάτος μανία ή ορμή στη μάχη, σε Ηρόδ.
2. είμαι λυσσώδης, μανιώδης, σε Σοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για σκύλους, σε Αριστοφ.· λέγεται για λύκους, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λυσσάω: атт. λυττάω
1) быть охваченным яростью: λυσσέοντα ἔργα ἀποδέξασθαι μεγάλα Her. (говорят, что Аристодем) в припадке ярости совершил великие дела;
2) быть в исступлении, неистовствовать (εἶδον λισσῶσαν αὐτήν Soph.);
3) (о животных) быть бешеным Arph., Arst., Theocr.

Middle Liddell

λυσσάω, λύσσα
I. to be raging in battle, Hdt.
2. to rave, be mad, Soph., Plat.
II. of dogs, Ar.; of wolves, Theocr.