καλάπους

Revision as of 18:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ποδος, ὁ, (κᾶλον)

   A shoemaker's last, Pl.Smp.191a, Poll. 10.141:—also κᾱλόπους, v.l. in Pl. l.c., cf. Poll.2.195, Gal.Thras. 43, Edict.Diocl.9.1a, EM486.6.    II a kind of servant, Suid.s.v. ὄνον ὄρνιν, οἰωνοί ( = Sch.Ar.Av.722).

German (Pape)

[Seite 1307] s. καλοπόδιον, καλόπους.

French (Bailly abrégé)

v. καλόπους.

Greek Monolingual

καλάπους, ὁ (Α)
ξύλινο πόδι, καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς
άλλος τ. του καλόπους (βλ. και λ. καλαπόδι)].

Greek Monotonic

κᾱλάπους: -ποδος, ὁ (κᾶλον), καλαπόδι υποδηματοποιού, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλάπους -ποδος, ὁ [κᾶλον, πούς] schoenmakersleest.

Russian (Dvoretsky)

καλάπους: Plat. v. l. = καλόπους.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: (shoemaker's) last, καλαρῖνες ὀχετοί. Λάκωνες; καλαρρυγαί τάφροι H.
See also: S. κᾶλον.

Middle Liddell

κᾱλάπους, ποδος, ὁ, κᾶλον
a shoemaker's last, Plat.

Frisk Etymology German

καλάπους: {kalápous}
Grammar: m.
Meaning: Leisten,
Derivative: καλαρῖνες· ὀχετοί. Λάκωνες, καλαρρυγαί· τάφροι H.
See also: S. κᾶλον.
Page 1,761

English (Woodhouse)

shoemaker's last