στρίγλος

Revision as of 20:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,= νυκτικόραξ, Hsch. στριγχός, ὁ,= θριγκός, Id. στρικτόριον, τό,= foreg., Id. στρικτός, ή, όν,=

   A strigosus, Gloss.    2 στρικτόν, τό, a narrow kind of shoe, Sch.Luc.Rh.Pr. 15; Latin word acc. to Suid.

Greek (Liddell-Scott)

στρίγλος: ὁ, μάγος, γόης, καὶ στρίγλα, ἡ, μάγισσα· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στρίγλος· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ νυκτοβόα. οἱ δὲ νυκτοκόρακα».

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
μάγος, γόης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρχ. στρίγξ (βλ. λ. στριξ)].