δεῖνος

Revision as of 22:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(A), gen. of δεῖνα (q.v.).
δεῖνος (B), ὁ,

   A = δῖνος, a name for different round vessels, Stratt. 34, Dionys.Com.5, etc.: Cyren., = ποδανιπτήρ, Philet. ap. Ath.11.467d.    II a dance, Apolloph.1.    III threshing-floor, Telesilla 7.    IV instrument for making or gilding pills, Schwyzer 182a.3 (Gortyn, v/iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 539] ὁ, v. l. für δῖνος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

δεῖνος: γεν. τοῦ δεῖνα, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

2gén. de δεῖνα.

Spanish (DGE)

v. δεῖνα, δῖνος.

Greek Monolingual

δεῑνος, ο (Α)
1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.
2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας
3. είδος χορού
4. το αλώνι
5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του δίνος, που απαντά σε λογοπαίγνια με το δεινός].

Greek Monotonic

δεῖνος: γεν. του δεῖνα, βλ. αυτ.

Russian (Dvoretsky)

δεῖνος: gen. к δεῖνα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεῖνος gen. sing. van δεῖνα.