θοόω
English (LSJ)
(θοός B)
A make sharp or pointed, Od.9.327; τεθοωμένος Nic. Th.228. II metaph., in Pass., ἐν πυρὶ φωνὴν τεθοωμένος Hermesian. 7.11; λύσσῃ τεθοωμένος Opp.H.1.557, 2.525.
German (Pape)
[Seite 1214] spitz machen, schärfen; θόωσα Od. 9, 327; sp. D.; τεθοωμένος Nic. Th. 227; Opp. Hal. 1, 557. 2, 525 u. A., auch übertr., anreizen, aufregen.
Greek (Liddell-Scott)
θοόω: μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) κάμνω τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ ὀξύνω, Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., παροργίζομαι, παροξύνομαι, κατά τινος αὐτόθι 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11.
French (Bailly abrégé)
θοῶ;
aiguiser.
Étymologie: θοός.
English (Autenrieth)
aor ἐθόωσα: make pointed, bring to a point, Od. 9.327†.
Greek Monotonic
θοόω: (θοός I), μέλ. -ώσω, κάνω κάτι κοφτερό ή αιχμηρό, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
θοόω: (только aor. θόωσα) заострять: ἐγώ θόωσα (sc. τὸ ῥόπαλον) ἄκρον Hom. я заострил конец дубины.