τλητός

Revision as of 14:35, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ")

English (LSJ)

ή, όν, Dor. τλᾱτός, ά, όν:    I Act., patient, steadfast in suffering or labour, θυμός Il.24.49.    II Pass., to be endured, always with neg., οὐ τ. not to be endured, intolerable, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν . . ἔπος A.Pr.1065 (anap.); οὐκ ἔστι τοὔγρον τ. S.Aj.466; οὐ τλητόν [ἐστι], c. inf., E.Med.797, Alc.887 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1123] adj. verb. von τλαω, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. ὑπομενητικός. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν, Soph. Ai. 461.

Greek (Liddell-Scott)

τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *τλάω (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, καρτερικός, σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν εἶναι ὑποφερτόν, εἶναι ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... ἔπος Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι τοὖργον τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 patient, courageux;
2 qu’on peut ou qu’il faut supporter, tolérable.
Étymologie: adj. verb. de τλάω.

English (Autenrieth)

(τλῆναι): enduring, Il. 24.49†.

Spanish

paciente

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τλατός, -ή, -όν, Α
1. τλητικός («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», Ομ. Ιλ.)
2. (με παθ. σημ.) (πάντοτε με άρνηση) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός («οὐ γὰρ γελᾱσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- / τλᾶ-(βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + επίθημα -τός].

Greek Monotonic

τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *τλάω·
I. Ενεργ., υπομονετικός, καρτερικός, σταθερός στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ. με αρνήση, οὐ τλητός, δεν είναι υποφερτός, είναι ανυπόφορος, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

τλητός: дор. τλᾱτός 3 [adj. verb. к τλῆναι
1) терпеливый, выносливый, стойкий (θυμός Hom.);
2) выносимый: οὐ τ. Trag. невыносимый.

Middle Liddell

τλητός, ή, όν verb. adj.of *τλάω:]
I. act. suffering, enduring, patient, steadfast, Il.
II. pass., with a negat., οὐ τλ. not to be endured, intolerable, Trag.