τυκίζω

Revision as of 11:32, 9 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

(τύκος)

   A work stones, λίθους Ar.Av.1138.

Greek (Liddell-Scott)

τῠκίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τύκος) κολάπτω, κόπτω, ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138.

French (Bailly abrégé)

tailler de la pierre avec le pic ou le ciseau.
Étymologie: τύκος.

Greek Monolingual

ΜΑ τύκος
μσν.
κτίζω (ἐξ oὗ καὶ τυκίζω τὸ κτίζω», Ευστ.)
αρχ.
κατεργάζομαι λίθους, πελεκώ λίθους.

Greek Monotonic

τῠκίζω: Αττ. μέλ. τυκιῶ, (τύκος), πελεκάω λίθους, επεξεργάζομαι την πέτρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τῠκίζω: обтесывать, тесать (λίθους Arph.).

Middle Liddell

τῠκίζω, τύκος
to work stones, Ar.