γαστροειδής

Revision as of 17:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A paunchlike, round, ναῦς Plu.Per.26: in Eust.1684.28 γαστρο-οίδης (leg. γαστροίδης).

German (Pape)

[Seite 476] ές, bauchartig, ναῦς, bauchig, Plut. Pericl.26.

Greek (Liddell-Scott)

γαστροειδής: -ές, ὅμοιος γαστέρι, κυρτός, στρογγύλος, ναῦς Πλούτ. Περικλ. 26· παρ’ Εὐστ. 1684. 28, γαστροοίδης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de ventre.
Étymologie: γαστήρ, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): γαστροίδης Phot.γ 38; γαστροοίδης Hsch., Eust.1684.28
ventrudo, panzudo ναῦς Plu.Per.26
de pers. barrigudo Hsch., Phot.l.c., Eust.l.c.

Greek Monolingual

γαστροειδής, -ές (Α)
διογκωμένος στο μέσον, όμοιος με γαστέρα στο σχήμα.

Greek Monotonic

γαστροειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με κοιλιά, στρογγυλός, κυρτός· ναῦς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γαστροειδής: пузатый, с выпуклым кузовом (ναῦς Plut.).

Middle Liddell

εἶδος
paunchlike, round, ναῦς, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαστροειδής -ές γαστήρ, εἶδος buikvormig, buikig.