διορθωτής

Revision as of 19:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A a corrector, τῶν σοφῶν LXX Wi.7.15; τῆς πολιτείας Plu.Sol.16; = Lat. corrector civitatium, Arr.Epict.3.7.1.    2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, ἐπανορθωτής, Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
réformateur.
Étymologie: διορθόω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1reformador, enderezador de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.Sol.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης δ. Pall.V.Chrys.12.335, cf. Clem.Al.Paed.1.8.67.3
de abstr. corrector φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας [ἀ] κούσιον μίασμα θεραπευέτω y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad, Arsameia 203 (I a.C.).
2 filol. revisor τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί D.S.15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.Barn.661
autor de una edición crítica, editor ὁ δ. λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.Sp.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.Il.7.238c.
II jur. y admin.
1 οἱ διορθωταί correctores miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos Gonnoi 112.2 (III a.C.), prob. en Delos IG 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. διορθωτήρ.
2 en la admin. rom.:
a) corrector, lat. legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias δ. τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.Epict.3.7.1, δ. καὶ λογιστής OGI 543.19 (Ancira II d.C.), ἡ[γ] ε[μόνα] καὶ δ. ... τῆς Ἑλλάδος IG 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. RECAM 2.414.9 (Ancira III d.C.);
b) consultor, lat. uir rei publicae constituendae πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3.

Greek Monolingual

ο (AM διορθωτής) διορθώ
αυτός που διορθώνει κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών
2. διορθωτήρας
αρχ.-μσν.
αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων
μσν.
ρυθμιστής, διοικητής
αρχ.
1. σύμβουλος, επιμελητής
2. ανορθωτής.

Greek Monotonic

διορθωτής: -οῦ, ὁ, διορθωτής, επανορθωτής, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διορθωτής: ου ὁ
1) реформатор (δ. καὶ νομοθέτης τῆς πολιτείας Plut.);
2) исправитель, редактор (τῶν ποιημάτων Diod.).

Middle Liddell

διορθωτής, οῦ, n [from διορθόω
a corrector, reformer, Plut.