εἱρκτή

Revision as of 20:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

or εἰρκ-, Ion. ἐρκτή, ἡ, (εἵργω)    A an inclosure, prison, Hdt.4.146,148, Th.1.131, PTeb.5.260 (ii B. C.), etc.; of the body as prison of the soul, J.BJ2.8.11 (pl.): pl., E.Ba.497, X.Cyr.3.1.19.    II inner part of the house, women's apartments, Id.Mem.2.1.5.

German (Pape)

[Seite 735] ἡ, nach B. A. p. 678, 23 attisch, εἰρκτή gewöhnliche Form bei Poll. 4, 125, das Gefängniß; Eur. Bacch. 497. 500 im plur.; ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐςπίπτειν Thuc. 1, 131; Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. A. Vgl. N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

εἱρκτή: Ἰων. ἑρκτή, ἡ, (εἵργω) μέρος περικεκλεισμένον, δεσμωτήριον, φυλακή, Ἡρόδ. 4. 146. 148, Θουκ. 1. 131, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, κτλ.· ― κατὰ πληθ., Εὐρ. Βάκχ. 497· ― ὡσαύτως, τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τῆς οἰκίας, τὸ διὰ τὰς γυναῖκας προωρισμένον, γυναικωνῖτις, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 prison;
2 partie retirée et secrète d’une maison.
Étymologie: εἵργω.

Greek Monolingual

η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή)
φυλακή, δεσμωτήριο
νεοελλ.
πρόσκαιρη κάθειρξη
αρχ.
γυναικωνίτης.

Greek Monotonic

εἱρκτή: Ιων. ἑρκτή, ἡ (εἵργω), εσώκλειστο μέρος, φυλακή, σε Ηρόδ.· επίσης, το εσωτερικό μέρος ενός σπιτιού, τα γυναικεία «διαμερίσματα», σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εἱρκτή: ион. ἑρκτή
1) темница, тюрьма Her., Thuc., Xen., Plut., pl. Eur.;
2) внутренняя часть дома, женская половина Xen.

Middle Liddell

εἵργω
an inclosure, prison, Hdt.:—also the inner part of the house, the women's apartments, Xen.

English (Woodhouse)

prison, enclosed place, place of custody