κοτυλίσκος

Revision as of 09:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κοτύλη,    A little cup, Ar.Fr.380, etc.:—also κοτυλ-ίσκη, ἡ, Pherecr.69; κοτυλ-ίσκιον, τό, Ar.Ach. 459.    II a kind of cake, Heracleo ap.Ath.14.647b.    III pit used for sacrificing to Earth, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοτύλη, μικρὸν ποτήριον, Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, κτλ.· ὡσαύτως κοτυλίσκη, ἡ, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, 4· -ίσκιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Β. ΙΙΙ. «βόθρος εἰς ὃν τὸ αἷμα τῶν τῇ γῇ θυομένων ἐνέβαλλον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 coupe sacrée aux fêtes de bacchus;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: κοτύλη.

Greek Monolingual

κοτυλίσκος, ὁ (Α)
1. μικρό ποτήρι
2. είδος πίτας
3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα στο οποίο έριχναν το αίμα τών ζώων που θυσίαζαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. αστερ-ίσκος, ορμ-ίσκος)].

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλίσκος: ὁ священная чаша (в празднествах Вакха) Arph.